μακροκοσμικός

μακροκοσμικός
-ή, -ό
(αστρον.-φυσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μακρόκοσμο, σε αντιδιαστολή με τον μικροκοσμικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”